- καταμουσίζω
- καταμουσίζω (Α)θέλγω κάποιον με άσμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + μουσίζω «τραγουδώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταμουσίζουσαι — καταμουσίζω charm with song pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)